- προσεπεγγίσαι
- πρός , ἐπί-ἐγγίζωbring nearaor inf actπροσεπεγγίσαῑ , πρός , ἐπί-ἐγγίζωbring nearaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.